- τρωικός
- -ή, -ό / τρωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Τρώς]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροία («Τρωικός Πόλεμος»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρωικάοι χρόνοι τού Τρωικού Πολέμουνεοελλ.φρ. α) «Τρωικοί Αστεροειδείς»αστρον. ονομασία δύο ομάδων αστεροειδών τών οποίων η κίνηση είναι σύγχρονη με την κίνηση τού πλανήτη Δία και οι οποίοι φέρουν τα ονόματα τών ηρώων τού Τρωικού Πολέμου, Αχαιών και Τρώων, αλλ. Τρωικοί Πλανήτεςβ) «τρωικός πόλεμος»μτφ. σκληρή σύγκρουση, σκληρή διαμάχηαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (κατ' επέκτ.) ο Τρωικός Πόλεμος.
Dictionary of Greek. 2013.